Ἀρίστανδρος

Ἀριστάρχειον

Ἀριστάρχειος
Ἀριστάρχειον, ου (τὸ) [ᾰρι] l’Aristarkhéion, sanctuaire d’Artémis, en Élide, Plut. Qu. gr. 47.
Étym. ἀρίσταρχος.