Ἀριστάρχειον

Ἀριστάρχειος

ἀρισταρχέω-ῶ
Ἀριστάρχειος, ος, ον [ᾰρι] d’Aristarque, Str. 103 ; Ath. 113d.
Étym. Ἀρίσταρχος.