Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ἀριστόδικος
Ἀριστόδωρος
ἀριστόκαρπος
Ἀριστό·δωρος,
ου
(
ὁ
) [
ᾰ
] Aristodôros,
h.
Plat.
Ep.
10
.
Étym.
ἄ. δῶρον
.