Ἀριστοκλέης

Ἀριστόκλεια

Ἀριστοκλείδης
Ἀριστόκλεια, ας () [] Aristokleia, f. Dém. 59, 19 Baiter-Sauppe, etc.
Étym. v. Ἀριστοκλῆς.