Ἀριστόκλεια

Ἀριστοκλείδης

Ἀριστόκλειτος
Ἀριστοκλείδης, ου () [] Aristokleidès, h. Thc. 2, 70 || Voc. -η, Anth. 13, 4.
E Dor. Ἀριστοκλείδας, Pd. N. 3, 24 et 118.
Étym. patr. d’Ἀριστοκλῆς.