ἀριστοκρατέομαι-οῦμαι

Ἀριστοκράτης

ἀριστοκρατία
Ἀριστο·κράτης, ους () [ᾰᾰ] Aristokratès, h. Hdt. 6, 73 ; Thc. 5, 19, etc. ||
E Gén. ion. -εος, Hdt. 6, 73 ; gén. épq. -ευς, Anth. 7, 440 ; acc. -ην, qqf. -η, Plut. Lyc. 4.
Étym. ἄ. κράτος.