Ἀριστοκλῆς

ἀριστοκρατέομαι-οῦμαι

Ἀριστοκράτης
ἀριστο·κρατέομαι-οῦμαι [ᾰᾰ] (seul. prés.) être gouverné aristocratiquement, Ar. Av. 125 ; Xén. Hell. 6, 4, 18 ; Plat. Rsp. 338d.
Étym. ἄ. κρατέω.