ἀριστοκρατικῶς

Ἀριστοκρέων

Ἀριστόκριτος
Ἀριστο·κρέων, οντος () [] Aristokréon, h. Plut. Stoïc. rep. 2 ||
E Gén. -ωνος, El. N.A. 7, 40 Hœrch.
Étym. ἄ. κρέων.