Ἀριστομένης

Ἀριστομήδης

ἄριστον
Ἀριστο·μήδης, ους () [] Aristomèdès, h. Dém. 10, 70 Baiter-Sauppe, au voc. Ἀριστόμηδες.
Étym. ἄ. μήδομαι.