ἄριστον

Ἀριστονίκη

ἀριστόνικος
Ἀριστο·νίκη, ης () [ᾰνῑ] Aristonikè :
1 prêtresse de Delphes, Hdt. 7, 140 ||
2 autre, Plut. Amat. 9 ||
E Dor. -νίκα, Plut. l. c.
Étym. fém. d’Ἀριστόνικος.