ἀριστοσαλπιγκτής

Ἀριστοτέλειος

Ἀριστοτέλης
Ἀριστοτέλειος, ος, ον [] d’Aristote, Cic. Att. 13, 19 ; DH. 6, 746 Reiske, etc.
Étym. Ἀριστοτέλης.