Ἄριστος

ἀριστοσαλπιγκτής

Ἀριστοτέλειος
ἀριστο·σαλπιγκτής, οῦ () excellent trompette, Mén. (Poll. 4, 87 ; λῃστοσαλπιγκτής ou mieux λῃστοσαλπικτής sel. L. Dind.).