Ἀριστοξένειος

Ἀριστόξενος

ἀριστοποιέω-ῶ
Ἀριστό·ξενος, ου () [] Aristoxénos (Aristoxène), philosophe, disciple d’Aristote, Plut. Tim. 15 ; Luc. Par. 35.
Étym. ἄ. ξένος.