Ἀριστόξενος

ἀριστοποιέω-ῶ

ἀριστοποιΐα
ἀριστο·ποιέω-ῶ [] préparer le déjeuner, Xén. Hell. 4, 5, 1 ||
Moy. préparer son déjeuner, déjeuner, Thc. 4, 30 ; 8, 95 ; Xén. Hell. 4, 5, 8 (au pl. q. pf. 3 pl. ἠριστοποίηντο).
Étym. ἄριστον, ποιέω.