ἀριστόχειρ

Ἀρίστρατος

Ἀρίστυλλος
Ἀρί·στρατος, ου () [ᾰᾰ] Aristratos, h. Dém. 18, 48 Baiter-Sauppe, etc. ; Plut. Arat. 13.
Étym. ἀρι-, στρατός.