Ἀριστοφῶν

ἀριστόχειρ

Ἀρίστρατος
ἀριστό·χειρ, ειρος (ὁ, ἡ) [] où on l’emporte par la vigueur de son bras, Soph. Aj. 935.
Étym. ἄ. χείρ.