ἀριστώδιν

Ἀρίστων

Ἀριστώνυμος
Ἀρίστων, ωνος () [] Aristôn :
1 père de Platon, Plat. Ap. 34a, etc. ||
2 autres, Hdt. 4, 138 ; Thc. 7, 39 ; Xén. An. 5, 6, 14, etc. ; au plur. οἱ Ἀριστῶνες, Luc. Lex. 7, les Aristôns.
Étym. ἄριστος.