Ἀρίστων

Ἀριστώνυμος

ἀρίστως
Ἀριστ·ώνυμος, ου () [ᾰῠ] Aristônymos, h. Thc. 2, 33, etc. ; Xén. An. 4, 1, 27, etc.
Étym. ἄ. ὄνομα.