ἄρκειος

Ἀρκεισιάδης

Ἀρκείσιος
Ἀρκεισιάδης, αο () [ᾰδ] le fils d’Arkeisios (Laërte) Od. 4, 755 ; 24, 270.
Étym. Ἀρκείσιος.