ἄρκειον

ἄρκειος

Ἀρκεισιάδης
ἄρκειος, α, ον, d’ours, Diosc. 2, 21 ; D. Chr. 1, 235 ; τὸ ἄρκειον, Diosc. 4, 107, bardane, plante.
Étym. cf. ἄρκτειος.