ἀρηϊκτάμενος

Ἀρηΐλυκος

ἀρήϊος
Ἀρηΐ·λυκος, ου () [ᾰῐῠ] Arèïlykos, h. Il. 14, 451.
Étym. Ἄρης, λύκος.