Ἀσιᾶτις

Ἀσιατογενής

ἀσιγησία
Ἀσιατο·γενής, ής, ές [ᾰᾱ] originaire d’Asie, asiatique, Eschl. Pers. 12.
Étym. Ἀσία, γένος.