Ἀσιατικός

Ἀσιᾶτις

Ἀσιατογενής
Ἀσιᾶτις, ιδος () [ᾰᾱ] fém. d’Ἀσιάτης, Eur. Tr. 1219 ; E. Byz. ||
E Ion. Ἀσιῆτις, Eur. I.T. 396.