Ἀσιάς

Ἀσιάτης

Ἀσιατικός
Ἀσιάτης, ου () [ᾰᾱ] Asiatique, E. Byz. ||
E Acc. ion. Ἀσιήταν, Eur. I.T. 180.
Étym. Ἀσία.