Ἀσιάτης

Ἀσιατικός

Ἀσιᾶτις
Ἀσιατικός, ή, όν [ᾰᾱ] d’Asie, asiatique, Str. 723 ; Anth. 11, 147 ; Ath. etc.
Étym. Ἀσία.