Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιόδωρος
Ἀσκληπιοκλείδης
Ἀσκληπιό·δωρος,
ου
(
ὁ
) Asklèpiodôros,
h.
Arr.
Plut.
etc.
Étym.
Ἀσκληπιός, δῶρον
.