Ἀσκληπιόδωρος

Ἀσκληπιοκλείδης

Ἀσκληπιός
Ἀσκληπιοκλείδης () Asklèpiokléidès, titre d’une comédie d’Alexis, Ath. 169d.
Étym. patron. d’*Ἀσκληπιοκλῆς, d’Ἀσκληπιός, κλέος.