Ἀθηνᾶ

Ἀθηναγόρας

Ἀθηνάδας
Ἀθην·αγόρας, ου () [ᾰᾱᾱ] Athènagoras, h. Thc. 6, 35, etc. ||
E Ion. -όρης, Hdt. 9, 90.