Ἀθηνιάω-ῶ

Ἀθήνιππος

Ἀθηνόδωρος
Ἀθήν·ιππος, ου () Athènippos, h. Dém. 35, 20 et 34 B-Sauppe.
Étym. Ἀθηνᾶ, ἵ.