Ἀθήνιππος

Ἀθηνόδωρος

Ἀθηνοφάνης
Ἀθηνό·δωρος, ου () Athènodôros, h. Dém. 23, 12 Baiter-Sauppe.
Étym. Ἀ. δῶρον.