αὐτόνοος-ους

Αὐτόνοος

αὐτονυκτί
Αὐτό·νοος, όου () Autonoos, h. Il. 11, 301 ; 16, 694 ; Hdt. etc. ||
E Par contr. Αὐτόνους, Pol. 7, 5.
Étym. cf. les préc.