βούκερως

Βουκεφάλας

βουκεφάλιον
Βου·κεφάλας, α () [ᾰᾱ] Bucéphale, cheval d’Alexandre le Grand, Str. 698 ; Plut. Alex. 61 ; Arr. An. 5, 19, 5, etc.
Étym. forme macéd. c. βουκέφαλος.