βούκερον

βούκερως

Βουκεφάλας
βού·κερως, ως, ων, gén. ω :
1 aux cornes de bœuf, Hdt. 2, 41 ; Eschl. Pr. 588 ||
2 subst. ὁ β. c. βούκερας, Diosc. 2, 124.
Étym. βοῦς, κέρας.