βουκολίς

Βουκολίων

βουκόλος
Βουκολίων, ωνος :
1 ὁ Β. Boukoliôn, Troyen, Il. 6, 21 ; Nonn. etc. ; autre, Q. Sm. ||
2 ἡ Β. Boukoliôn, v. d’Arcadie, Thc. 4, 134.
Étym. βουκόλος.