βουπόρος

Βουπράσιον

βούπρηστις
Βουπράσιον, ου, épq. οιο (τὸ) [] Bouprasion, ville, pays et fl. d’Élide, Il. 2, 615 ; Thcr. Idyl. 25, 11 ; etc.
Étym. βοῦς, πιπράσκω.