βρῦτος

Βρύττιος

βρυχανάομαι-ῶμαι
Βρύττιος, α, ον, du Bruttium, Luc. Alex. 21 ; Diosc. 1, 97 ; οἱ Βρύττιοι, App. Hann. 44, etc. les habitants du Bruttium. Cf. Βρέττιοι.