Βρύττιος

βρυχανάομαι-ῶμαι

βρυχάομαι-ῶμαι
βρυχανάομαι-ῶμαι (sel. d’autres βρυκανάομαι) [] (prés. 3 sg. épq. βρυχανάαται p. βρυχανᾶται) c. le suiv. Nic. Al. 221.