βωλάκιος

Βωλανός

βῶλαξ
Βωλανός, ή, όν, DH. 8, 18 ou Βώλανος, η, ον, Plut. Cor. 28, habitant de Βῶλα = lat. Volæ (auj. Poli), v. des Èques.