Χαρμίδης

Χαρμῖνος

Χάρμιον
Χαρμῖνος, ου () Kharminos, h. Thc. 8, 30, 41, 42, 73 ; Xén. An. 7, 6, 1 et 39 ; Ar. Th. 804.
Étym. χάρμος.