Χειρωνεία

Χειρώνειος

Χειρωνίς
Χειρώνειος, α, ον, de Chiron : πάνακες Χειρώνειον, Th. H.P. 9, 11, 1 ; Diosc. 3, 56, la panacée de Chiron, c. à d. la gentiane ; Χειρώνειον ἕλκος, A. Aphr. Probl. 1, 92 ; Zénob. 6, 46, ulcère de Chiron, sorte d’ulcère malin.
Étym. Χείρων.