Χειρώνειος

Χειρωνίς

χείρωσις
Χειρωνίς, ίδος [ῐδ] adj. f. de Kheirôn : Χειρωνίδες ἄκραι, Call. Del. 104, les hauteurs de Cirôn, c. à d. le Pélion ; Χειρωνὶς βίϐλος, Anth. 7, 158, livre de Chirôn, c. à d. livre de médecine.
Étym. Χείρων.