Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Δαίδαλα
Δαιδάλειος
δαιδαλέοδμος
Δαιδάλειος,
ος, ον
[
ᾰ
] de Dédale,
Eur.
Eurysth.
fr. 373 Nauck
.
Étym.
Δαίδαλος
.