Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Δαιδάλειος
δαιδαλέοδμος
δαιδάλεος
δαιδαλέ·οδμος,
ος, ον
[
ᾰ
] au parfum savant (essence),
Empéd.
309 Sturz
.
Étym.
δαίδαλος, ὀδμή
.