Δαμασίας

Δαμασίθυμος

Δαμασικόνδυλος
Δαμασί·θυμος, ου () [ᾰᾰῐῡ] Damasithymos, roi de Kalyndes, Hdt. 7, 98 ; 8, 87 ; Polyen 8, 53.
Étym. δαμάζω, θυμός.