Δαμάστης

Δαμαστορίδης

δαμασώνιον
Δαμαστορίδης, ου () [δᾰ] le fils de Damastôr, c. à d.
1 Tlèpolémos, Il. 16, 416 ||
2 Agélaos, Od. 20, 321 ; 22, 293 ||
3 autre, Q. Sm. 13, 211.
Étym. Δαμάστωρ, de δαμάζω.