Δαρδανίς

Δαρδανίωνες

Δάρδανοι
Δαρδανίωνες (οἱ) [ᾰν] descendants de Dardanos, Il. 7, 414 ; 8, 154 ; Q. Sm. 11, 425.
Étym. Δάρδανος.