Δαρδανίωνες

Δάρδανοι

Δάρδανος
Δάρδανοι, ων (οἱ) [ᾰν]
1 habitants de la Dardanie, en Troade, Il. 3, 456, etc. ; Pd. N. 3, 106 ; etc. ||
2 c. Δαρδανεῖς (v. Δαρδανεύς) DS. 5, 48, etc. ; App. Ill. 2, 5 ; etc.