δελφινάριον

Δελφίνη

δελφινίζω
Δελφίνη, ης () ou Δελφίνης, ου () [] Delphinè ou Delphinès, dragon gardien de l’oracle de Delphes, A. Rh. 2, 706 (var. -ύνη ou -ύνης) ; etc.
Étym. Δελφοί.