Δελφίνη

δελφινίζω

δελφίνιον
δελφινίζω (seul. part. ao. -ίσαντες) [ῑν] plonger à la manière d’un dauphin : τὸ κάρα, Luc. Lex. 5, sa tête.
Étym. δελφίς.