Δίδυμα

Διδυμαῖον

Διδυμαῖος
Διδυμαῖον, ου (τὸ) [ῐῠ] temple de Didymes, consacré à Apollon, Plut. Pomp. 24 ; Clém. 36.
Étym. Δίδυμα.